- δείχνομαι
- δείχνομαι, δείχτηκα βλ. πίν. 30
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αβδηριτίζω — δείχνομαι ανόητος σαν τους Αβδηρίτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανδραγαθώ — (AM ανδραγαθώ, έω) εκτελώ γενναία πράξη, δείχνομαι γενναίος αρχ. είμαι άντρας αγαθός και γενναίος, δείχνομαι παληκάρι … Dictionary of Greek
ανακαρώνω — [ανάκαρο Ι] 1. αναλαμβάνω, αποκτώ δυνάμεις, αναζωογονούμαι, συνέρχομαι 2. δείχνομαι τολμηρός σε κάποιον, κάνω τον παλικαρά 3. αυξάνομαι, αναπτύσσομαι … Dictionary of Greek
απιστώ — (AM ἀπιστῶ, έω) 1. δεν πιστεύω στον θεό 2. δείχνομαι άπιστος, απειθώ σε κάποιον, παρακούω 3. προδίδω νεοελλ. αποσκιρτώ, αυτομολώ μσν. νεοελλ. 1. προδίδω τη συζυγική ή ερωτική πίστη 2. προδίδω τη θρησκευτική μου πίστη, αλλαξοπιστώ μσν. επαναστατώ… … Dictionary of Greek
αποκρύπτω — κ. κρύβω (AM ἀποκρύπτω κ. κρύβω) 1. κρύβω κάτι από κάποιον, κρατώ κρυφό 2. εμποδίζω τη θέα κάποιου, κρύβω κάτι από τα μάτια κάποιου νεοελλ. αποσιωπώ κάτι, το κρατώ μυστικό αρχ. μσν. επισκιάζω κάποιον, δείχνομαι ανώτερός του αρχ. φρ. 1. «ἀποκρύπτω … Dictionary of Greek
δειλανδρώ — δειλανδρῶ ( έω) (AM) [δείλανδρος] δείχνομαι άνανδρος, δειλός … Dictionary of Greek
εναβρύνομαι — (AM ἐναβρύνομαι) υπερηφανεύομαι, σεμνύνομαι, καμαρώνω, καυχιέμαι αρχ. 1. (απολ.) κορδώνομαι 2. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι 3. δείχνομαι θηλυπρεπής, εκθηλύνομαι 4. έχω κάτι για καύχημα («χώρα εναβρυνομένη ύδασιν», Προκοπ.) … Dictionary of Greek
εξανθώ — και εξανθίζω (AM ἐξανθῶ, έω) 1. ανθίζω, λουλουδίζω, ανθώ («ἐξήνθησεν ἡ ἔρημος ὡσεὶ κρίνον, Κύριε», Μηναία) 2. εμφανίζω εξανθήματα 3. χημ. αναδίδω άλατα ή σκουριά πάνω στην επιφάνεια μου 4. (για χρώματα) ξεθωριάζω 5. (για κρασί) ξεθυμαίνω αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
εσοπτρίζω — ἐσοπτρίζω (AM) [έσοπτρον] 1. δείχνω σαν μέσα σε καθρέφτη, δείχνω κάτι σε κάποιον όχι στην πραγματική του υπόσταση αλλά υπαινικτικά ή συμβολικά 2. μέσ. ἐσοπτρίζομαι δείχνομαι, φαίνομαι σαν μέσα σε καθρέφτη αρχ. καθρεφτίζομαι, κοιτάζομαι στον… … Dictionary of Greek
κακύνω — (AM) μσν. 1. (αμτβ.) α) κάνω πονηρά σχέδια β. σφάλλω, αμαρτάνω γ. μετανοώ για κάτι καλό που έκανα 2. (μτβ.) τιμωρώ, καταδικάζω 3. φρ. «κακύνω το μάτι μου σε κάποιον» βλέπω κάποιον με κακή διάθεση αρχ. 1. (και με ηθική σημ.) βλάπτω, φθείρω 2. (για … Dictionary of Greek